- τετραγωνοπροσωπος
- τετραγωνοπρόσωποςτετρᾰγωνο-πρόσωπος2с четырехугольной мордой, т.е. толстомордый
(ἐνύδριες καὴ κάστορες Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐνύδριες καὴ κάστορες Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τετραγωνοπρόσωπος — ον, Α (για τις ενυδρίδες, τους κάστορες κ.ά. ζώα) αυτός τού οποίου το πρόσωπο έχει σχήμα τετραγώνου («ἐνύδριες... καὶ κάστορες καὶ ἄλλα θηρία τετραγωνοπρόσωπα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. στρογγυλο… … Dictionary of Greek
τετραγωνοπρόσωπα — τετραγωνοπρόσωπος square faced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)